- βαγαπόντης
- και μπαγαπόντης και παγαπόντης, ο1. ο απατεώνας, ο αγύρτης2. ο άσωτος3. ο αλήτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vagabondo < λατ. vagabundus «περιπλανώμενος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαγαποντιά — και μπαγαποντιά και παγαποντιά, η [βαγαπόντης] αγυρτεία, δολιότητα, απάτη … Dictionary of Greek
βαγαπόντικος — και μπαγαπόντικος και παγαπόντικος, η, ο [βαγαπόντης] αγύρτικος, δόλιος … Dictionary of Greek
μπαγαπόντης — και μπαγαμπόντης και βαγαπόντης, ο, θηλ. ισσα αλήτης, απατεώνας, κατεργάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vagabondo < λατ. vagabundus «περιπλανώμενος» < vago, āri «περιπλανιέμαι» (πρβλ. γαλλ. vagabond). Οι τ. μπαγαπόντης / μπαγαμπόντης με… … Dictionary of Greek